- μισοπέρσης
- μῑσοπέρσης , μισοπέρσηςenemy to the Persiansmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μισοπέρσης — μισοπέρσης, ὁ (Α) αυτός που μισεί τους Πέρσες, εχθρός τών Περσών. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + Πέρσης] … Dictionary of Greek
μισώ — (ΑΜ μισῶ, έω) 1. αισθάνομαι μίσος για κάποιον, εχθρεύομαι 2. αποστρέφομαι, αντιπαθώ, αποφεύγω («πολλοί τον πλούτο εμίσησαν, τη δόξα ουδείς», γνωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. μισῶ και μῖσος είναι αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη κατά την οποία το μισῶ είναι… … Dictionary of Greek
μισοπέρσην — μῑσοπέρσην , μισοπέρσης enemy to the Persians masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)